Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Παιδαγωγικός λόγος

"Η μεταπήδηση από το χέρι και την τέχνη του, τη χειροτεχνία, στη μηχανή και στη μάζα, στην ένταση της παραγωγής, στέρησε την ανθρώπινη δράση από το άρωμα και την ψυχή. Η λατινική λέξη industria, απ’ όπου έχουμε τη λέξη industrie που σημαίνει στις σύγχρονες γλώσσες τη βιομηχανία, εδήλωνε την εντατική παραγωγή. Μία φιλοπονία που φτάνει ως τη βαναυσότητα.
O χειροτεχνικός άνθρωπος εδούλεψε τη γης και χάραξε πάνω της το πρόσωπό του σε μια χρονική πορεία που ξεπερνάει τις οχτώ χιλιετίες. O βιομηχανικός άνθρωπος άρχισε να αναδύεται πριν από δυόμισι εκατονταετίες. Από τα μέσα δηλαδή του 18ου αι. και σήμερα κοντεύει να εξαντληθεί. Νομίζει κανείς ότι αγγίζει κιόλας το βιολογικό και το ιστορικό του τέλος.
Αυτή η ανισομέρεια των δύο εποχών λέει πολλά από την άποψη της φυσικότητας, της έντασης, της φθοράς, της ποιότητας που τις χαρακτηρίζει.
[…]
Η ευτυχία του ανθρώπου εδώ κάτω δεν είναι παρά κατάσταση αρνητική. Πρέπει να την μετράμε με την ελάχιστη ποσότητα των πόνων που δοκιμάζουμε. (Rousseaux)
Αυτό σημαίνει: Για να σου πω πόσο αξίζεις, μη μου λες τι απόχτησες και τι κατέχεις. Πες μου σωστότερα πόσα πλήρωσες ως τώρα, και τι ακόμη χρεωστάς.
[…]
Γιατί ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται έχει ταυτόχρονα χρεωθεί με το δεδομένο ότι του χαρίζεται η ζωή. Και η ζωή για τον καθένα μας είναι δώρο πολυτιμότερο από το χρυσοφόρο Παγγαίο, ή από το Δέλτα του Νείλου.
Ξέρεις τι σημαίνει ν' αντικρίζεις τον ήλιο; Να κοιτάς έντεκα η ώρα το πρωί τη θάλασσα του Αυγούστου; Να γεύεσαι τη ζάχαρη της Αφροδίτης; Ν' αφουγκράζεσαι τ' αηδόνια στα ρέματα το Μάη; Να πίνεις το κρασί σε γυαλένιο μαστραπά συντροφιά με το πλάσμα που αγαπάς;
Σημαίνει ότι σoυ χαρίζεται ένας θησαυρός που δεν τον ξεχρεώνεις με όλα τα δάνεια της Αγγλίας.
[…]
O άνθρωπος φυσιολογικά μαθαίνει να υποφέρει συνεχώς, και πεθαίνει ειρηνικά (Rousseaux)
Έχω την ιδέα ότι αυτή η πρόταση είναι ο πιο μεστός παιδαγωγικός λόγος που ξεστόμισε η ανθρώπινη σοφία. Όποιος ημπορεί να τον εφαρμόσει στη ζωή του, αυτός νικάει τη μοίρα. Το κομμάτι, δηλαδή, που του μοιράζει η φύση.
Γίνεται το πλάσμα που, δεν υπερβαίνει βέβαια, αλλά οπωσδήποτε υψώνεται, στην περιωπή του πλάστη του. Τον άνθρωπο τούτο δεν ημπορεί να τον βλάψει ούτε η τύχη, ούτε ο καιρός, ούτε ο θεός. Πώς να τον πούμε; που λέει ο Πίνδαρος. Άνθρωπο να τον πούμε, ή να τον πούμε ήρωα;
[…]
Πες πως ο θάνατος, που περιμένει τον καθένα μας στη στροφή, είναι ένα άγριο λιοντάρι. Όταν ζήσει κανείς βολεμένα και μαλακά, εγκλωβισμένος στα αγαθά της κοιλιάς και αποζητώντας την άνεση μόνο, και την εύκολη διολίσθηση, σαν έρθει η ώρα του, θα τον συντύχει ο θάνατος και θα τον σπαράξει, όπως το λιοντάρι σπαράζει τον ανήμπορο.
Εκείνος όμως που ζει μέσα στην τραχύτητα και την απειλή, που ανεβαίνει το κακό κι από το κακό πατάει το χειρότερο, θα επιπέσει απάνου στο θάνατο, όπως ο Ηρακλής στο λιοντάρι της Νεμέας. Ετούτος είναι ο Διγενής, που τον φθονάει ο Χάρος. Και τον παλεύει με το δόλο μόνο. Και με τη χωσιά.
Λέγοντας ο Ρουσσώ πως εκείνος που μαθαίνει να υποφέρει πεθαίνει ειρηνικά, εννοεί ακριβώς ένα είδος εγκαρτέρησης μπροστά στο θάνατο που είναι ικανή να μας χαρίσει μόνο η συνειδητή θητεία μας στη δυσχέρεια της ζωής. Η συνεχής επανατροφοδότηση με λύπη μας κάνει ισοσθενείς με τη λύπη του θανάτου.
[…]
Νομίζουμε πως, αν μιλήσουμε στα παιδιά για το θάνατο, θα τους καλλιεργήσουμε το μηδενισμό και την απελπισία. Θα τα σπρώξουμε να πισωστρίψουν στη ζωή. Και δεν υποψιαζόμαστε πόση λάμψη και ρώμη, πόσος οίστρος ζωής και τιμιότητα, πόση μέθη αλήθειας θα ξεπηδήσει από αυτή τη ρεαλιστική τους αναμέτρηση με το φαινόμενο του θανάτου.
[…]
Η ζωή είναι κίνηση, αδιάκοπη μεταβολή, συνεχής ανανέωση, αναπροσαρμογή, πορεία μετεξέλιξης, επανάσταση. Και όλα αυτά όχι για να προχωρεί κανένας μπροστά. Αλλά για να μένει ακίνητος, χωρίς ωστόσο να σαπίζει μέσα στην ακινησία του.
Αγωνίζομαι συνέχεια όχι για να πετύχω το καλύτερο, αλλά για να μην πέσω στο χειρότερο. Χρειάζομαι να προχωρώ όχι για να φτάσω, αλλά για να μην υπολειφθώ".


Δημήτρης Λιαντίνης, «Η εντολή του Ρουσώ και η παρακοή των δασκάλων»
(Άρθρο του Δημήτρη Λιαντίνη από αφιέρωμα στον καθηγητή Γ.Μελανίτη, Χάρις, Αθήνα, Δέσποινα Μαυρομμάτη, 1991, σσ 267-284. Επαναδημοσίευση στο περ. "Εμβόλιμον", τ.20, 1993-1994)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου