Γνωμικά & αποφθέγματα, αποσπάσματα έργων & απόψεις για κριτική επεξεργασία ή τέρψη.
Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013
Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013
Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013
Παιδαγωγικός λόγος
"Η μεταπήδηση από το χέρι
και την τέχνη του, τη χειροτεχνία, στη μηχανή και στη μάζα, στην ένταση
της παραγωγής, στέρησε την ανθρώπινη δράση από το άρωμα και
την ψυχή. Η λατινική λέξη industria, απ’ όπου έχουμε τη λέξη industrie
που σημαίνει στις σύγχρονες γλώσσες τη βιομηχανία, εδήλωνε την εντατική
παραγωγή. Μία φιλοπονία που φτάνει ως τη βαναυσότητα.
O χειροτεχνικός άνθρωπος εδούλεψε τη γης και χάραξε πάνω της το πρόσωπό του σε μια χρονική πορεία που ξεπερνάει τις οχτώ χιλιετίες. O βιομηχανικός άνθρωπος άρχισε να αναδύεται πριν από δυόμισι εκατονταετίες. Από τα μέσα δηλαδή του 18ου αι. και σήμερα κοντεύει να εξαντληθεί. Νομίζει κανείς ότι αγγίζει κιόλας το βιολογικό και το ιστορικό του τέλος.
Αυτή η ανισομέρεια των δύο εποχών λέει πολλά από την άποψη της φυσικότητας, της έντασης, της φθοράς, της ποιότητας που τις χαρακτηρίζει.
[…]
Η ευτυχία του ανθρώπου εδώ κάτω δεν είναι παρά κατάσταση αρνητική. Πρέπει να την μετράμε με την ελάχιστη ποσότητα των πόνων που δοκιμάζουμε. (Rousseaux)
Αυτό σημαίνει: Για να σου πω πόσο αξίζεις, μη μου λες τι απόχτησες και τι κατέχεις. Πες μου σωστότερα πόσα πλήρωσες ως τώρα, και τι ακόμη χρεωστάς.
[…]
Γιατί ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται έχει ταυτόχρονα χρεωθεί με το δεδομένο ότι του χαρίζεται η ζωή. Και η ζωή για τον καθένα μας είναι δώρο πολυτιμότερο από το χρυσοφόρο Παγγαίο, ή από το Δέλτα του Νείλου.
Ξέρεις τι σημαίνει ν' αντικρίζεις τον ήλιο; Να κοιτάς έντεκα η ώρα το πρωί τη θάλασσα του Αυγούστου; Να γεύεσαι τη ζάχαρη της Αφροδίτης; Ν' αφουγκράζεσαι τ' αηδόνια στα ρέματα το Μάη; Να πίνεις το κρασί σε γυαλένιο μαστραπά συντροφιά με το πλάσμα που αγαπάς;
Σημαίνει ότι σoυ χαρίζεται ένας θησαυρός που δεν τον ξεχρεώνεις με όλα τα δάνεια της Αγγλίας.
[…]
O άνθρωπος φυσιολογικά μαθαίνει να υποφέρει συνεχώς, και πεθαίνει ειρηνικά (Rousseaux)
Έχω την ιδέα ότι αυτή η πρόταση είναι ο πιο μεστός παιδαγωγικός λόγος που ξεστόμισε η ανθρώπινη σοφία. Όποιος ημπορεί να τον εφαρμόσει στη ζωή του, αυτός νικάει τη μοίρα. Το κομμάτι, δηλαδή, που του μοιράζει η φύση.
Γίνεται το πλάσμα που, δεν υπερβαίνει βέβαια, αλλά οπωσδήποτε υψώνεται, στην περιωπή του πλάστη του. Τον άνθρωπο τούτο δεν ημπορεί να τον βλάψει ούτε η τύχη, ούτε ο καιρός, ούτε ο θεός. Πώς να τον πούμε; που λέει ο Πίνδαρος. Άνθρωπο να τον πούμε, ή να τον πούμε ήρωα;
[…]
Πες πως ο θάνατος, που περιμένει τον καθένα μας στη στροφή, είναι ένα άγριο λιοντάρι. Όταν ζήσει κανείς βολεμένα και μαλακά, εγκλωβισμένος στα αγαθά της κοιλιάς και αποζητώντας την άνεση μόνο, και την εύκολη διολίσθηση, σαν έρθει η ώρα του, θα τον συντύχει ο θάνατος και θα τον σπαράξει, όπως το λιοντάρι σπαράζει τον ανήμπορο.
Εκείνος όμως που ζει μέσα στην τραχύτητα και την απειλή, που ανεβαίνει το κακό κι από το κακό πατάει το χειρότερο, θα επιπέσει απάνου στο θάνατο, όπως ο Ηρακλής στο λιοντάρι της Νεμέας. Ετούτος είναι ο Διγενής, που τον φθονάει ο Χάρος. Και τον παλεύει με το δόλο μόνο. Και με τη χωσιά.
Λέγοντας ο Ρουσσώ πως εκείνος που μαθαίνει να υποφέρει πεθαίνει ειρηνικά, εννοεί ακριβώς ένα είδος εγκαρτέρησης μπροστά στο θάνατο που είναι ικανή να μας χαρίσει μόνο η συνειδητή θητεία μας στη δυσχέρεια της ζωής. Η συνεχής επανατροφοδότηση με λύπη μας κάνει ισοσθενείς με τη λύπη του θανάτου.
[…]
Νομίζουμε πως, αν μιλήσουμε στα παιδιά για το θάνατο, θα τους καλλιεργήσουμε το μηδενισμό και την απελπισία. Θα τα σπρώξουμε να πισωστρίψουν στη ζωή. Και δεν υποψιαζόμαστε πόση λάμψη και ρώμη, πόσος οίστρος ζωής και τιμιότητα, πόση μέθη αλήθειας θα ξεπηδήσει από αυτή τη ρεαλιστική τους αναμέτρηση με το φαινόμενο του θανάτου.
[…]
Η ζωή είναι κίνηση, αδιάκοπη μεταβολή, συνεχής ανανέωση, αναπροσαρμογή, πορεία μετεξέλιξης, επανάσταση. Και όλα αυτά όχι για να προχωρεί κανένας μπροστά. Αλλά για να μένει ακίνητος, χωρίς ωστόσο να σαπίζει μέσα στην ακινησία του.
Αγωνίζομαι συνέχεια όχι για να πετύχω το καλύτερο, αλλά για να μην πέσω στο χειρότερο. Χρειάζομαι να προχωρώ όχι για να φτάσω, αλλά για να μην υπολειφθώ".
Δημήτρης Λιαντίνης, «Η εντολή του Ρουσώ και η παρακοή των δασκάλων»
(Άρθρο του Δημήτρη Λιαντίνη από αφιέρωμα στον καθηγητή Γ.Μελανίτη, Χάρις, Αθήνα, Δέσποινα Μαυρομμάτη, 1991, σσ 267-284. Επαναδημοσίευση στο περ. "Εμβόλιμον", τ.20, 1993-1994)
O χειροτεχνικός άνθρωπος εδούλεψε τη γης και χάραξε πάνω της το πρόσωπό του σε μια χρονική πορεία που ξεπερνάει τις οχτώ χιλιετίες. O βιομηχανικός άνθρωπος άρχισε να αναδύεται πριν από δυόμισι εκατονταετίες. Από τα μέσα δηλαδή του 18ου αι. και σήμερα κοντεύει να εξαντληθεί. Νομίζει κανείς ότι αγγίζει κιόλας το βιολογικό και το ιστορικό του τέλος.
Αυτή η ανισομέρεια των δύο εποχών λέει πολλά από την άποψη της φυσικότητας, της έντασης, της φθοράς, της ποιότητας που τις χαρακτηρίζει.
[…]
Η ευτυχία του ανθρώπου εδώ κάτω δεν είναι παρά κατάσταση αρνητική. Πρέπει να την μετράμε με την ελάχιστη ποσότητα των πόνων που δοκιμάζουμε. (Rousseaux)
Αυτό σημαίνει: Για να σου πω πόσο αξίζεις, μη μου λες τι απόχτησες και τι κατέχεις. Πες μου σωστότερα πόσα πλήρωσες ως τώρα, και τι ακόμη χρεωστάς.
[…]
Γιατί ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται έχει ταυτόχρονα χρεωθεί με το δεδομένο ότι του χαρίζεται η ζωή. Και η ζωή για τον καθένα μας είναι δώρο πολυτιμότερο από το χρυσοφόρο Παγγαίο, ή από το Δέλτα του Νείλου.
Ξέρεις τι σημαίνει ν' αντικρίζεις τον ήλιο; Να κοιτάς έντεκα η ώρα το πρωί τη θάλασσα του Αυγούστου; Να γεύεσαι τη ζάχαρη της Αφροδίτης; Ν' αφουγκράζεσαι τ' αηδόνια στα ρέματα το Μάη; Να πίνεις το κρασί σε γυαλένιο μαστραπά συντροφιά με το πλάσμα που αγαπάς;
Σημαίνει ότι σoυ χαρίζεται ένας θησαυρός που δεν τον ξεχρεώνεις με όλα τα δάνεια της Αγγλίας.
[…]
O άνθρωπος φυσιολογικά μαθαίνει να υποφέρει συνεχώς, και πεθαίνει ειρηνικά (Rousseaux)
Έχω την ιδέα ότι αυτή η πρόταση είναι ο πιο μεστός παιδαγωγικός λόγος που ξεστόμισε η ανθρώπινη σοφία. Όποιος ημπορεί να τον εφαρμόσει στη ζωή του, αυτός νικάει τη μοίρα. Το κομμάτι, δηλαδή, που του μοιράζει η φύση.
Γίνεται το πλάσμα που, δεν υπερβαίνει βέβαια, αλλά οπωσδήποτε υψώνεται, στην περιωπή του πλάστη του. Τον άνθρωπο τούτο δεν ημπορεί να τον βλάψει ούτε η τύχη, ούτε ο καιρός, ούτε ο θεός. Πώς να τον πούμε; που λέει ο Πίνδαρος. Άνθρωπο να τον πούμε, ή να τον πούμε ήρωα;
[…]
Πες πως ο θάνατος, που περιμένει τον καθένα μας στη στροφή, είναι ένα άγριο λιοντάρι. Όταν ζήσει κανείς βολεμένα και μαλακά, εγκλωβισμένος στα αγαθά της κοιλιάς και αποζητώντας την άνεση μόνο, και την εύκολη διολίσθηση, σαν έρθει η ώρα του, θα τον συντύχει ο θάνατος και θα τον σπαράξει, όπως το λιοντάρι σπαράζει τον ανήμπορο.
Εκείνος όμως που ζει μέσα στην τραχύτητα και την απειλή, που ανεβαίνει το κακό κι από το κακό πατάει το χειρότερο, θα επιπέσει απάνου στο θάνατο, όπως ο Ηρακλής στο λιοντάρι της Νεμέας. Ετούτος είναι ο Διγενής, που τον φθονάει ο Χάρος. Και τον παλεύει με το δόλο μόνο. Και με τη χωσιά.
Λέγοντας ο Ρουσσώ πως εκείνος που μαθαίνει να υποφέρει πεθαίνει ειρηνικά, εννοεί ακριβώς ένα είδος εγκαρτέρησης μπροστά στο θάνατο που είναι ικανή να μας χαρίσει μόνο η συνειδητή θητεία μας στη δυσχέρεια της ζωής. Η συνεχής επανατροφοδότηση με λύπη μας κάνει ισοσθενείς με τη λύπη του θανάτου.
[…]
Νομίζουμε πως, αν μιλήσουμε στα παιδιά για το θάνατο, θα τους καλλιεργήσουμε το μηδενισμό και την απελπισία. Θα τα σπρώξουμε να πισωστρίψουν στη ζωή. Και δεν υποψιαζόμαστε πόση λάμψη και ρώμη, πόσος οίστρος ζωής και τιμιότητα, πόση μέθη αλήθειας θα ξεπηδήσει από αυτή τη ρεαλιστική τους αναμέτρηση με το φαινόμενο του θανάτου.
[…]
Η ζωή είναι κίνηση, αδιάκοπη μεταβολή, συνεχής ανανέωση, αναπροσαρμογή, πορεία μετεξέλιξης, επανάσταση. Και όλα αυτά όχι για να προχωρεί κανένας μπροστά. Αλλά για να μένει ακίνητος, χωρίς ωστόσο να σαπίζει μέσα στην ακινησία του.
Αγωνίζομαι συνέχεια όχι για να πετύχω το καλύτερο, αλλά για να μην πέσω στο χειρότερο. Χρειάζομαι να προχωρώ όχι για να φτάσω, αλλά για να μην υπολειφθώ".
Δημήτρης Λιαντίνης, «Η εντολή του Ρουσώ και η παρακοή των δασκάλων»
(Άρθρο του Δημήτρη Λιαντίνη από αφιέρωμα στον καθηγητή Γ.Μελανίτη, Χάρις, Αθήνα, Δέσποινα Μαυρομμάτη, 1991, σσ 267-284. Επαναδημοσίευση στο περ. "Εμβόλιμον", τ.20, 1993-1994)
Ετικέτες
δάσκαλος,
Δημήτρης Λιαντίνης,
Ζαν Ζακ Ρουσσώ,
ζωή & θάνατος,
θεωρίες,
παιδαγωγική & διδακτική,
παιδί
Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013
Το παρεξηγημένο ρεμπέτικο
Εντύπωση
προκαλεί το γεγονός ότι το τόσο παραγνωρισμένο ρεμπέτικο τραγούδι, που
πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στα παράλια της Μικράς Ασίας
και άκμασε τους χρόνους 1930-1955 στα λιμάνια των ελληνικών πόλεων, όπου
ενδημούσε η εργατική τάξη με τη συμβολή της μουσικής κουλτούρας των
ξεριζωμένων προσφύγων, εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να τέρπει και να
αποκτά θιασώτες εκ των οποίων πολλοί είναι στην ηλικία νέοι.
Παρόλο που η αισθητική του αξία έχει συχνά αμφισβητηθεί, κυρίως γιατί αντλεί ένα μέρος της θεματικής του από τον τρόπο ζωής των παρανόμων της εποχής που το δημιούργησε, στους κύκλους των οποίων μάλιστα τύχαινε να ανήκουν και πολλοί από τους επώνυμους δημιουργούς, από φιλολογική και ιστορική άποψη είναι ένα σπουδαίο αντικείμενο μελέτης. Κι αυτό όχι μόνο γιατί αποτελεί τη φυσική εξέλιξη και συνέχεια του ανεκτίμητου σε πολιτισμική αξία δημοτικού τραγουδιού, αλλά κυρίως διότι εκφράζει τις λαϊκές λαχτάρες, τη συλλογική λαϊκή ψυχή της περιόδου του Μεσοπολέμου και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και συνιστά ένα ανόθευτο λαϊκό δημιούργημα.
Με δυο λόγια, το ρεμπέτικο τραγούδι είναι η φωνή του λαού που επαναστατεί, που αρνείται, που καταγγέλλει. Ρεμπέτης, άλλωστε, είναι ο ρέμπελος, όχι ο νωθρός και ακαμάτης που έφτασε να σημαίνει ο όρος, αλλά ο επαναστάτης. Η οικονομική κρίση, η εξαθλίωση, η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, ο αγώνας για αποτίναξη του φασισμού, όλα εν γένει τα κοινωνικά φαινόμενα που αποτυπώνονται στους ρεμπέτικους στίχους ξαναζωντανεύουν σήμερα. Πώς, λοιπόν, να μη θεωρήσουμε το ρεμπέτικο τραγούδι πιο επίκαιρο τώρα από ποτέ;
Παρόλο που η αισθητική του αξία έχει συχνά αμφισβητηθεί, κυρίως γιατί αντλεί ένα μέρος της θεματικής του από τον τρόπο ζωής των παρανόμων της εποχής που το δημιούργησε, στους κύκλους των οποίων μάλιστα τύχαινε να ανήκουν και πολλοί από τους επώνυμους δημιουργούς, από φιλολογική και ιστορική άποψη είναι ένα σπουδαίο αντικείμενο μελέτης. Κι αυτό όχι μόνο γιατί αποτελεί τη φυσική εξέλιξη και συνέχεια του ανεκτίμητου σε πολιτισμική αξία δημοτικού τραγουδιού, αλλά κυρίως διότι εκφράζει τις λαϊκές λαχτάρες, τη συλλογική λαϊκή ψυχή της περιόδου του Μεσοπολέμου και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και συνιστά ένα ανόθευτο λαϊκό δημιούργημα.
Με δυο λόγια, το ρεμπέτικο τραγούδι είναι η φωνή του λαού που επαναστατεί, που αρνείται, που καταγγέλλει. Ρεμπέτης, άλλωστε, είναι ο ρέμπελος, όχι ο νωθρός και ακαμάτης που έφτασε να σημαίνει ο όρος, αλλά ο επαναστάτης. Η οικονομική κρίση, η εξαθλίωση, η φτώχεια, η κοινωνική αδικία, ο αγώνας για αποτίναξη του φασισμού, όλα εν γένει τα κοινωνικά φαινόμενα που αποτυπώνονται στους ρεμπέτικους στίχους ξαναζωντανεύουν σήμερα. Πώς, λοιπόν, να μη θεωρήσουμε το ρεμπέτικο τραγούδι πιο επίκαιρο τώρα από ποτέ;
"Ρεμπέτικη κυβέρνηση"
"Ρεμπέτικη κυβέρνηση θα φτιάξω στην Ελλάδα
και μες στα υπουργεία μου ρεμπέτες θα ’χω αράδα,
μες στην Εθνοσυνέλευση διαταγή θα δίνω
και όλα τα προβλήματα ατάκα θα τα λύνω.
Γάλλοι, Εγγλέζοι, Γερμανοί
και σεις Αμερικάνοι
αφήστε την Ελλάδα μας
τον πόνο της να γειάνει.
Θα διώξω και τις βάσεις τους,
θα φύγω κι απ’ το Ν.Α.Τ.Ο.
για νά ’μαστε από πάνω εμείς
κι αυτοί να ’ν’ από κάτω".
"Ρεμπέτικη κυβέρνηση θα φτιάξω στην Ελλάδα
και μες στα υπουργεία μου ρεμπέτες θα ’χω αράδα,
μες στην Εθνοσυνέλευση διαταγή θα δίνω
και όλα τα προβλήματα ατάκα θα τα λύνω.
Γάλλοι, Εγγλέζοι, Γερμανοί
και σεις Αμερικάνοι
αφήστε την Ελλάδα μας
τον πόνο της να γειάνει.
Θα διώξω και τις βάσεις τους,
θα φύγω κι απ’ το Ν.Α.Τ.Ο.
για νά ’μαστε από πάνω εμείς
κι αυτοί να ’ν’ από κάτω".
Μαρινάκης (Γαβριήλ Μαρίνος)
Το στοίχημα του Πασκάλ
"Αν
κερδίσεις, τα κέρδισες όλα.
Αν χάσεις, δεν χάνεις τίποτα.
Στοιχημάτισε λοιπόν, χωρίς δισταγμό, ότι Εκείνος υπάρχει".
Αν χάσεις, δεν χάνεις τίποτα.
Στοιχημάτισε λοιπόν, χωρίς δισταγμό, ότι Εκείνος υπάρχει".
Μπλεζ Πασκάλ
Που σημαίνει:
Το ερώτημα για την ύπαρξη του Θεού δεν επιδέχεται λογική απάντηση, γι' αυτό μόνο ως στοίχημα μπορείς να το εκλάβεις. Αν ποντάρεις στην ύπαρξη του Θεού, το καλύτερο που μπορεί να πάθεις
είναι να πας στον Παράδεισο και το χειρότερο να μη χάσεις τίποτα. Αν
ποντάρεις στην ανυπαρξία του, το καλύτερο που μπορεί να συμβεί είναι να
μη χάσεις τίποτα και το χειρότερο να πας στην Κόλαση. Άρα το να πιστεύεις στο Θεό αποτελεί καλύτερο ποντάρισμα από το να μην πιστεύεις!
Χάθηκαν όλα
"Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μία στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρὸ πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζὶ με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου".
Από το "Μυθιστόρημα" (1933-34) του Γ. Σεφέρη. Απόσπασμα ΙΗ΄ από τις 24 συνολικά ενότητες που θυμίζουν τις 24 ραψωδίες των ομηρικών επών.
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μία στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.
Ένα μικρὸ πεύκο στο κόκκινο χώμα,
δεν έχω άλλη συντροφιά.
Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζὶ με τα σπίτια
που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι
και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου".
Από το "Μυθιστόρημα" (1933-34) του Γ. Σεφέρη. Απόσπασμα ΙΗ΄ από τις 24 συνολικά ενότητες που θυμίζουν τις 24 ραψωδίες των ομηρικών επών.
Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013
Φύση
"Στην άκρη ενός μικρού ποταμού καθόταν ένας
σκορπιός, που ήθελε να περάσει απέναντι. Απευθύνθηκε, λοιπόν, για
βοήθεια σε ένα βάτραχο.
- Σε παρακαλώ, του είπε, πάρε με στην πλάτη σου και βοήθησέ με να διασχίσω το ποταμάκι!
- Τρελάθηκες; απάντησε ο βάτραχος. Αν σε πάρω στην πλάτη μου, θα με τσιμπήσεις και θα πεθάνω!
- Μην είσαι ανόητος, του είπε ο σκορπιός. Τι συμφέρον έχω να σε τσιμπήσω; Αν το κάνω, εσύ θα βουλιάξεις και θα πεθάνω κι εγώ, μια και δεν ξέρω να κολυμπάω...
Τελικά, με τα πολλά παρακάλια, ο βάτραχος πείστηκε κι άρχισε να διασχίζει το ποταμάκι με το σκορπιό στην πλάτη του. Στη μέση όμως του μικρού ποταμού ο βάτραχος ένιωσε το κάψιμο του κεντριού και το δηλητήριο να παραλύει τα μέλη του.
- Βλέπεις, φώναξε, με τσίμπησες και θα πεθάνω!
- Το ξέρω, απάντησε ο σκορπιός. Λυπάμαι... αλλά δεν μπορεί κανείς ν' αντισταθεί στην ίδια του τη φύση.
Και χάθηκε κι αυτός μέσα στα λασπόνερα".
(Ιστορία της Αφρικής)
- Σε παρακαλώ, του είπε, πάρε με στην πλάτη σου και βοήθησέ με να διασχίσω το ποταμάκι!
- Τρελάθηκες; απάντησε ο βάτραχος. Αν σε πάρω στην πλάτη μου, θα με τσιμπήσεις και θα πεθάνω!
- Μην είσαι ανόητος, του είπε ο σκορπιός. Τι συμφέρον έχω να σε τσιμπήσω; Αν το κάνω, εσύ θα βουλιάξεις και θα πεθάνω κι εγώ, μια και δεν ξέρω να κολυμπάω...
Τελικά, με τα πολλά παρακάλια, ο βάτραχος πείστηκε κι άρχισε να διασχίζει το ποταμάκι με το σκορπιό στην πλάτη του. Στη μέση όμως του μικρού ποταμού ο βάτραχος ένιωσε το κάψιμο του κεντριού και το δηλητήριο να παραλύει τα μέλη του.
- Βλέπεις, φώναξε, με τσίμπησες και θα πεθάνω!
- Το ξέρω, απάντησε ο σκορπιός. Λυπάμαι... αλλά δεν μπορεί κανείς ν' αντισταθεί στην ίδια του τη φύση.
Και χάθηκε κι αυτός μέσα στα λασπόνερα".
(Ιστορία της Αφρικής)
Κοριτσάκι
"Κοριτσάκι μου,
μες στο βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου 'πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου.
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι
να μάθεις μόνο εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου.
Άλλη χαρὰ
δεν είναι πιο μεγάλη
απ᾿ τη χαρά που δίνεις.
Να το θυμάσαι, κοριτσάκι.
Άλλη χαρὰ
δεν είναι πιο μεγάλη
απ᾿ τη χαρά που δίνεις.
Να το θυμάσαι, κοριτσάκι.
Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
Θέλω να σου φέρω ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου.
Θέλω να σου φέρω
ένα σταυρουλάκι αυγινό φως
δυο αχτίνες σταυρωτές από τους στίχους μου
να σου ξορκίζουν το κακό
να σου φωτάνε μη σκοντάψεις".
Γιάννης Ρίτσος
(για την κόρη του)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)